Τέσσερεις εποχές φύσης στο Πεδίο του Άρεως

Το Πεδίο Άρεως – για τους περίοικους «το Πάρκο» – είναι χώρος παρέας για παιδιά και μεγάλους, παιχνιδιού, βόλτας, άσκησης, ποδηλάτου, skating, φλερτ, σκυλοβόλτας, σκακιού, ταβλιού. Μερικές φορές το χρόνο φιλοξενεί παζάρια, συναυλίες και εκθέσεις τέχνης.

Γεννήθηκα και παραμένω στην περιοχή, από τους ελάχιστους που δεν μετακινήθηκαν. Το Πάρκο όμως που γνώρισα παιδί, παίζοντας στην ήδη στεγνή πισίνα που αργότερα έγινε το θέατρο του Κατράκη και με τη σειρά το πήρε η Βουγιουκλάκη, βλέποντας τους ακροβάτες στο Γκριν Παρκ και τρώγοντας οικογενειακά παγωτό ή ακούγοντας τα ταλέντα στο Άλσος, σταδιακά παρήκμασε. Αλώθηκε και αυτό, μαζί με τη γύρο περιοχή, από περιθωριακούς και εγκαταλείφθηκε στην τύχη του από τους αρμοδίους. Και το παιδί μου στο Πάρκο μεγάλωσε, μα μόνο στην παιδική χαρά, αφού το περιβάλλον δεν ήταν πια φιλόξενο.

Μου αρέσουν πολύ η φύση και η φωτογραφία. Τα συνδυάζω συχνά στα κοντινά βουνά και στους ελάχιστους υγροτόπους του λεκανοπεδίου. Πριν μερικά χρόνια σκέφθηκα να δω τι θα βρω στο Πάρκο και τόλμησα μια-δυο φορές βόλτα με φωτογραφική μηχανή. Είδα κοτσύφια, μια χελώνα, άκουσα τα πουλάκια και χάρηκα. Μα το περιβάλλον με απογοήτευσε. Ευγενικός κύριος με ρώτησε τι φωτογραφίζω και του έδειξα την οθόνη. Με ευχαρίστησε, δήλωσε άστεγος που μένει στο Πάρκο και με συμβούλευσε να μη κυκλοφορώ με φωτογραφικό εξοπλισμό. Δεν ξαναπήγα.

Στην περίοδο της καραντίνας η πρόσβαση εκτός στενής περιοχής κατοικίας απαγορεύτηκε. Δεν ήθελα να κλειστώ στο σπίτι και ξαναθυμήθηκα το κοντινό μου Πάρκο. Ανάγκα και οι θεοί πείθονται. Αυτή τη φορά είδα μεγάλο πλήθος, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Είδα, έστω περιορισμένη, παρουσία ασφάλειας. Περιηγήθηκα δυο-τρεις φορές και ξεθάρρεψα.

Πήρα πάλι το φωτογραφικό μου σακίδιο και άρχισα να περπατώ έξω και μέσα στα παρτέρια. Και είδα αυτό που από παιδί ούτε γνώριζα ούτε φανταζόμουν πως υπάρχει. Το Πάρκο είναι πρώτιστα χώρος πρασίνου, ο μεγαλύτερος στην πόλη. Περίπου ένα χιλιόμετρο από την Πλατεία Ομονοίας, φιλοξενεί φυτά, πουλιά ενδημικά και μεταναστευτικά, έντομα, μύκητες και πολλά άλλα είδη πανίδας και χλωρίδας. Κήπος βοτανικός και μαζί ζωολογικός. Άρχισα λοιπόν να το περιδιαβαίνω διάφορες ώρες της ημέρας, με το πρώτο και το τελευταίο φως, μεσημέρι και απόγευμα, σε όλες τις εποχές, αρκετές φορές την εβδομάδα. Και είδα μια φύση που δε φανταζόμουν πως υπάρχει μέσα στον αστικό ιστό.

Είδα φυτά με παράξενα ονόματα, όπως τη σφαιραλκέα (όνομα γλωσσοδέτης), θάμνο από το Μεξικό, γεμίζει το χειμώνα με έντονα κόκκινα λουλούδια. Τις βρίσκεις κυρίως στο νότιο–κεντρικό τμήμα. Στα λουλούδια κάνουν πάρτι μέλισσες, και είναι τόσο απασχολημένες που τις φωτογραφίζω σχεδόν εξ’ επαφής χωρίς φόβο. Και το βιβούρνο, θάμνος που σχηματίζει τους φράχτες των παρτεριών, πιο πολλά στη νότια πλευρά. Βγάζουν συστάδες μικροσκοπικά ολόλευκα λουλούδια και συχνά βρίσκεις ακόμα πιο μικροσκοπικά μυρμήγκια να ρουφούν το νέκταρ τους. Βρήκα και άλλα δέντρα με παράξενα ονόματα, όπως την κοιλρευτερία την ανθηλοφόρο που πιο συχνά απαντάς στο κέντρο και βγάζει καρπούς σε σχήμα πυραμίδας. Ή τα τοξόδενδρα ή μακλούρες (!) στο ροδώνα. Στην αρχή του χειμώνα ρίχνουν εκατοντάδες καρπούς σαν μεγάλα πράσινα πορτοκάλια, αλλά με επιφάνεια παράξενα ζαρωμένη, θυμίζει μυαλά. Τα παιδιά χαίρονται να τα περιεργάζονται, να τα κλωτσούν και να τα ρίχνουν στο ρυάκι δίπλα.

Δεν είμαι ειδικός, αλλά μου αρέσει να ψάχνω για τα είδη που πρώτα βλέπω και μετά φωτογραφίζω. Γελώ με τα περίεργα ονόματα και χαίρομαι την ιδέα που είχε – όποιος την είχε – να τα φυτέψει εδώ.

Το χειμώνα ανθίζουν οι μιμόζες με αυτό το έντονα κίτρινο χρώμα που με δυσκολεύει στη φωτογράφιση. Σαν χρυσή βροχή φωτίζουν τις εισόδους στο άγαλμα της Αθηνάς και στο άγαλμα του Β. Κωνσταντίνου. Κάνουν όμορφη σύνθεση με τα χιόνια που έπεσαν το 2021 και 22. Το 2022 είχαν την τιμητική τους οι κοκκινολαίμηδες και οι δενδροφυλλοσκόποι. Βλέπω περισσότερους στο κεντρικό τμήμα από νότο μέχρι βορά. Άλλοτε χαζεύω τους φυλλοσκόπους να ίπτανται σχεδόν ακίνητοι για δευτερόλεπτα πάνω από το νερό που γέμισε η βροχή την υδάτινη διαδρομή και το ροδώνα. Δεν κατάλαβα τι κάνουν, μοιάζει να κοιτούν το πρόσωπό τους στον καθρέπτη, αφού σχεδόν ποτέ δεν αγγίζουν το νερό.

Μετά τις πρώτες βροχές βγαίνουν μανιτάρια και ζουν λίγες μέρες. Άλλα μικρά, άλλα μεγάλα, άλλα καφέ, άλλα άσπρα. Τα περισσότερα τα βρίσκω κοντά στο μνημείο του Ιερού Λόχου. Άλλα επίπεδα, άλλα κωνικά, άλλα σφαιρικά. Κάποια είναι μόνα, άλλα σε συστάδες. Ένας κόσμος εφήμερος, καλά κρυμμένος από τους περιπατητές. Δυστυχώς δεν είναι εύκολη η αναγνώριση από μη ειδικούς.

Στο κεντρικό μέρος βρήκα κρυμμένο σε παρτέρι, υπόλοιπο κορμού με κοιλότητα που αναπτύσσονται βρύα. Δημιουργούν το δικό τους σύμπαν, σε κλίμακα χιλιοστών. Το μεγαλύτερο μέρος είναι χλόη χαμηλής βλάστησης με φύλλα μεγέθους χιλιοστού ή μικρότερα. Από αυτή εξέχουν, σαν όρθιες κλωστές λίγων εκατοστών, πλήθος σπορόφυτα, το αναπαραγωγικό τους όργανο. Αντίστοιχη κλίμακα έχουν έντομα που ίπτανται στην περιοχή. Τα παρατηρείς με μεγεθυντικό φακό. Μια φορά είδα και μόλις πρόλαβα να φωτογραφίσω με μικροσκόπιο, αν και θολά, μέσα στα βρύα ένα έντομο μήκους λίγων χιλιοστών, σαν μυρμήγκι, με ζώνες χρώματος κόκκινου της φωτιάς. Δυστυχώς ο κορμός μετατράπηκε σε καλάθι αχρήστων γεμάτο μάσκες και κουτάκια αναψυκτικού. Λυπήθηκα πολύ για το μοναδικό «νανοδάσος».

Σπάνια στο δυτικό τμήμα βλέπω τσίχλες, σαν αυτές που άλλοι κυνηγούν στα χωράφια, μόνο που εδώ είναι ασφαλείς. Δεν ήξερα, ούτε φανταζόμουν πως στο κέντρο της πόλης μπορεί να έρχονται μεταναστευτικά πουλιά. Ούτε μου το είπαν ποτέ στο σχολείο, και ας ήταν τόσο κοντά στο Πάρκο. Έχει και πολλούς σπίνους, έμαθα να ξεχωρίζω τους αρσενικούς από τους θηλυκούς. Επίσης σουσουράδες, στα αρχαία σεισοπυγίδες, γιατί σείουν συνεχώς την ουρά (αρχ. πύγο), κυρίως λευκοσουσουράδες. Βόσκουν κυρίως σε ανοιχτές  «πεδιάδες» στο άγαλμα Αθηνάς, στο ροδώνα και στο σιντριβάνι απέναντι από το Άλσος Οικονομίδη. Τελευταία, γύρο από το σιντριβάνι κάθεται κόσμος στο γρασίδι, παρότι έχει περίφραξη, και δεν τις βλέπω συχνά. Θρέφονται με έντομα, και τις έχω φωτογραφίσει με το θήραμα στο στόμα.

Τους κρύους μήνες που και που εντοπίζω κανένα ντροπαλό μαυροσκούφη, κρυμμένο καλά στα φυλλώματα. Στην νοτιοανατολική πλευρά έχω δει μερικές φορές μαυροτσιροβάκους με το κατακόκκινο δαχτυλίδι γύρο από τα μάτια. Ονόματα που απορείς πόσο περιγραφικά είναι αλλά και πόσο παράξενα ηχούν. Το Πάρκο είναι γεμάτο καλόγερους – τα πουλιά παπαδίτσες εννοώ. Λίγες φορές είδα γαλαζοπαπαδίτσες στα βορειανατολικά. Έχω ακούσει πως υπάρχουν τσαλαπετεινοί και σκαντζόχοιροι, αλλά εγώ δεν έτυχε να δω. Δεν αναφέρομαι στα σπουργίτια ούτε στις καρακάξες που αμφότερα έχουν γεμίσει την Αθήνα. Τα θεωρώ πλέον ως «αδέσποτα» όπως τα περιστέρια. Αυτά τα βρίσκεις παντού, αλλά οι δύο μεγάλες γειτονιές τους είναι στο άγαλμα της Αθηνάς και στο ροδώνα.

Προς τις απόκριες, κοντά στο άγαλμα του Β. Κωνσταντίνου, ανθίζουν όμορφες λευκές μαργαρίτες με εντυπωσιακό έντονο μωβ ή πορτοκαλί στο κεντρικό δίσκο. Ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τις μαργαρίτες, τα οστεόσπερμα, και λέγονται«αφρικανικές μαργαρίτες». Η άσπρη είναι “λευκή σοπράνο”. Κάνω χάζι με τα ονόματα. Οι συνήθεις μαργαρίτες είναι αυτές οι κίτρινες, που κοσμούν το μέσο της στράτας από το κεντρικό σιντριβάνι, που δυστυχώς δεν λειτουργεί, μέχρι το Άλσος. Προς την άνοιξη γεμίζουν αφίδες. Αυτές είναι μικροσκοπικά έντομα, σχεδόν διαφανή, ανοιχτού πράσινου χρώματος που αφήνουν περιττώματα σαν σταγόνες σιροπιού. Καταστρέφουν τις μαργαρίτες αλλά θρέφουν τις πασχαλίτσες.

Κοντά στο ροδώνα οι πικραμυγδαλιές ντύνουν την περιοχή με το υπέροχο απαλό ροζ χρώμα τους στο τέλος του χειμώνα. Στο ροδώνα και μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού ανθίζουν και τα τριαντάφυλλα. Βάζω στόχο κάθε τόσο να φωτογραφίσω τα μπουμπούκια γιατί δυστυχώς πολλοί περιπατητές δε τα σέβονται και τα κόβουν, άτσαλα, έτσι με το χέρι. Έτσι δεν βρίσκεις ποτέ ολάνθιστο το ροδώνα, αλλά τον ονειρεύομαι. Στο ίδιο μέρος συχνάζουν σουσουράδες. Είδα και μια κουτσή, να στέκεται στο ένα πόδι αφού το άλλο είναι πολύ πρησμένο. Έχει τρόπο να ζει με το πρόβλημά της.

Την άνοιξη προς τις αρχές καλοκαιριού, την τιμητική τους έχουν τα κοτσύφια. Είναι εποχή αναπαραγωγής και το πλήθος τους δεν περνά απαρατήρητο, καθώς έχουν κι όμορφη φωνή. Τα αρσενικά είναι μαύρα, ενώ τα νεαρά άτομα και τα θηλυκά είναι διάστικτα σκούρα καφέ. Είδα και ένα φαλακρό, ασυνήθιστα ήσυχο, κοτσύφι. Ίσως έχασε τα φτερά της κεφαλής από αρρώστια ή άγχος που δεν βρήκε ταίρι. Έχουν και τα ζώα τις αρρώστιες τους. Γνήσιος κάτοικος της πόλης δεν είχα ιδέα, ούτε για τα πουλιά, ούτε βέβαια για τις αρρώστιες τους.

Με τις ζέστες αυξάνονται τα ιπτάμενα έντομα, όπως οι συρφίδες ή μύγες των λουλουδιών, που μοιάζουν με μέλισσες στο χρώμα. Συχνά μαζεύουν γύρη από πικραλίδες, το γνωστό άγριο ραδίκι που τους σπόρους του τους λέμε «κλέφτες». Πεταλούδες πολλές δεν έχω δει. Μερικές βανέσα αταλάντα και πιερίδες λάχανου, σπανιότερα γονιπτέρυγες του ράμνου περιτριγυρίζουν τα άνθη τις μεσημεριανές ζεστές ώρες.

Το καλοκαίρι φουντώνουν τα πλατάνια γύρο από την υδάτινη διαδρομή και κάνουν όμορφη σκιά. Λίγο πιο νότια και ανατολικά, βρίσκεις χρωματιστά σκαθάρια με υπέροχα μεταλλικά μπλε-πράσινα χρώματα. Στην περιφέρεια, κυρίως στο ανατολικό μέρος, συχνάζουν κίσσες και απολαμβάνουν το αγαπημένο τους φαγητό, τα βελανίδια. Λένε πως είναι πανέξυπνα πουλιά, γιατί μπορούν να θάψουν εκατοντάδες και τα ξαναβρούν το χειμώνα. Καμιά φορά, ιδίως πολύ πρωί, πλησιάζουν το λιγοστό κόσμο και τσιμπούν τους σπόρους σουσάμι που πέφτει από τα πρωινά κουλούρια. Με τη ζέστη ξεμυτίζουν και οι χελώνες, συνήθως τις βρίσκω νότια και ανατολικά. Άλλες μεγάλες, άλλες μικρές, είναι πιο ευκίνητες και γρήγορες από αυτό που η λαϊκή ρύση τις θεωρεί.

Το καλοκαίρι ακούς βέβαια και βλέπεις τα άπειρα τζιτζίκια. Στο τέλος της εποχής είδα στα πεύκα δεκάδες εξωδέρματα που εγκατέλειψαν μετά το μετασχηματισμό τους από νύμφη σε έντομο. Σε ορισμένα σημεία παραμένουν ατόφια μέχρι τις πρώτες βροχές. Στο νότιο μέρος βρίσκεις πολλά σκαθάρια πυροσβέστες (pyrrhocoris apterus) με τη χαρακτηριστική τους κατακόκκινη πλάτη με μαύρα γεωμετρικά σχέδια. Όταν ζευγαρώνουν, το αρσενικό γαντζώνει το θηλυκό, θα λέγαμε πλάτη με πλάτη, και περπατούν συγχρονισμένα. Εντυπωσιάζει πως καταφέρνουν να συγχρονίσουν έξι αρσενικά πόδια που πηγαίνουν εμπρός και έξι θηλυκά που τρέχουν όπισθεν.

Το φθινόπωρο είναι ίσως η πιο ήσυχη εποχή για τη φύση. Δεν έχουν έλθει ακόμα τα μεταναστευτικά, δεν ανθίζουν τα φυτά, τα πιο πολλά δέντρα αρχίζουν να χάνουν φύλα. Στην υδάτινη διαδρομή τα φύλλα στα πλατάνια παίρνουν το χρώμα του χαλκού και σταδιακά τα κλαδιά ξεγυμνώνονται. Στην αρχή του χειμώνα ανθίζουν οι πυράκανθοι, ετοιμάζοντας το Πάρκο για τα Χριστούγεννα.

Στα πουλιά του Πεδίου Άρεως περιλαμβάνονται πολλοί παπαγάλοι. Ανήκουν σε δύο μεγάλες φυλές, τους μυοψιτακούς και τους δακτυλιολαίμηδες. Οι πρώτοι λέγονται έτσι γιατί έχουν γκρι πτέρωμα στο στήθος στο χρώμα του ποντικιού, και οι δεύτεροι γιατί έχουν σκούρο δαχτυλίδι γύρο από το λαιμό. Οι περισσότεροι από τους μυοψιτακούς φωλιάζουν ψηλά στα πεύκα, προς την Πλατεία Πρωτομαγιάς. Είναι ενδιαφέρον να δεις πως διαλέγουν και αριστοτεχνικά κόβουν κλαδιά διπλάσιου μήκους από το σώμα τους και το μεταφέρουν για επισκευή της φωλιάς. Την άνοιξη αρέσκονται στα χλωρά φυντάνια δέντρων κοντά στο άγαλμα του Β. Κωνσταντίνου. Οι δακτυλιολαίμηδες φωλιάζουν προς τα Δικαστήρια και τους αρέσουν τα τρυφερά κυπαρισσόμηλα. Πιο δύσκολα τους βρίσκω, ίσως κρύβονται στα ψηλά κυπαρίσσια.

Έχω δει πολλά, έχω φωτογραφίσει αρκετά, μα ανέφερα μόνο λίγα από την πλούσια πανίδα και χλωρίδα του Πεδίου Άρεως. Ελπίζω με αυτά να βοηθήσω και άλλους να έλθουν κοντά στη μοναδική «άγρια» φύση που έχουμε μέσα στην πόλη και να την απολαύσουν τόσο όσο και εγώ. Ελπίζω επίσης να ευαισθητοποιηθούν οι αρχές για την πλούσια φύση που κρύβει το Πάρκο και να τη λαμβάνουν υπόψη τους στη μέριμνα για το μεγαλύτερο πάρκο της Αθήνας.

 

Δρ. Ευάγγελος Τ. Κοσμίδης, BS, MS, PhD EE&CS, Φωτογράφος φύσης
Όλες οι φωτογραφίες © Δρ. Ευάγγελος Κοσμίδης 2020-2022