Δεκαήμερο Ποίησης, Άνοιξη 2021

Από τις 14 έως και τις 24 Απριλίου ο Σύλλογός μας κάλεσε τους φίλους του πάρκου μας στο Δεκαήμερο Ποίησης.
Για δέκα ημέρες επικοινωνήσαμε με ένα διαφορετικό τρόπο.
Ο καθένας μας έστειλε ένα αγαπημένο του ποίημα, που διάβασε ή και έγραψε και το μοιραστήκαμε.
Διαβάσαμε ποιήματα Ελλήνων ποιητών αλλά και ξένων, που μας ταξίδεψαν -έστω και για λίγο- σε άλλο τόπο και σε άλλο χρόνο και μας χάρισαν αισθητική απόλαυση αλλά προχώρησαν και τη σκέψη μας.
Ελπίζουμε στο επόμενο αφιέρωμα να βρεθούμε από κοντά στο πάρκο μας και να διαβάσουμε ένα αγαπημένο μας ποίημα.
Ως τότε τα ποιήματα θα μας συντροφεύουν γιατί “είναι πολλών ανθρώπων τα λόγια μας” και “φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου” ( Γιώργος Σεφέρης, τρία κρυφά ποιήματα).

Ακολουθούν τα ποιήματα που δημοσιεύθηκαν στην σελίδα μας κατά σειρά ανάρτησης.

***

Από την Ελένη απόσπασμα από το ποίημα, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, του Διονυσίου Σολωμού.

Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Και πέρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Εξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ‘ναι κι άσπρο,
Ακίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,
Με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ‘χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροίσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες`
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ούδ’ όσο καν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη μες το φως του.

***

Από τον Δημήτρη το ποίημα, Καλός και Κακός Καιρός, του Κωνσταντίνου Καβάφη

Καλός και Κακός Καιρός

Δεν με πειράζει αν απλώνη
έξω ο χειμώνας καταχνιά, σύννεφα, και κρυάδα.
Μέσα μου κάμνει άνοιξι, χαρά αληθινή.
Το γέλοιο είναι ακτίνα, μαλαματένια όλη,
σαν την αγάπη άλλο δεν είναι περιβόλι,
του τραγουδιού η ζέστη όλα τα χιόνια λυώνει.
Τι ωφελεί οπού φυτρώνει
λουλούδια έξω η άνοιξις και σπέρνει πρασινάδα!
Έχω χειμώνα μέσα μου σαν η καρδιά πονεί.
Ο στεναγμός τον ήλιο τον πιο λαμπρό σκεπάζει,
σαν έχεις λύπη ο Μάης με τον Δεκέμβρη μοιάζει,
πιο κρύα είναι τα δάκρυα από το κρύο χιόνι.

***

Ο Κώστας μας έστειλε το ποίημα ΓΕΙΑ ΣΑΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑΣΕΜΙΑ.
Για εμένα το πιο Πρωτομαγιάτικο ποίημα και μάλιστα όπως το μελοποίησε ο Μιχάλης Τερζής και το τραγουδούν πολλοί, ανάμεσά τους η Άννα Βίσυ.
Πρέπει να πω με περηφάνια, ότι το ποίημα έχει γράψει ο συμπατριώτης μου ο Κωστής Παλαμάς, ο οποίος έχει γράψει πολλά πολύ ωραία αλλά πολύ σοβαρά, πολύ βαριά μερικές φορές ποιήματα. Άλλωστε θεωρείται και αυτός Εθνικός μας Ποιητής μαζί με τον Σολωμό.
Σ’ αυτό το ποίημα-τραγούδι φαίνεται ότι είναι πραγματικός Μεσολογγίτης και κινείται στην έντονα χαρούμενη ατμόσφαιρα της Πρωτομαγιάς . Οι στίχοι και μετά το τραγούδι ακολουθούν :

Γεια σας, τριαντάφυλλα
και γιασεμιά
στου βράχου φέρτε με
την κυκλαμιά
Πάει της καλύβας μου
το χελιδόνι
Του κάμπου δώστε μου
την ανεμώνη
Πάει κι η λιογέννητη
Καλοκαιριά
Καλό στα σύννεφα
με το βοριά
Αϊ Γιώργης έφυγε
τ’ Απρίλη η χάρη
δόξα στ’ αδέρφι του
στον καβαλάρη
Χινοπωριάτικος
με τ’ άλογό του
περνά και είν’ έρωτας
το πρόσωπό του.

***

Από την PM το ποίημα της Kitty O’ Meara, Και οι άνθρωποι έμειναν σπίτι.

Και οι άνθρωποι έμειναν σπίτι

Και οι άνθρωποι έμειναν σπίτι
και διάβαζαν βιβλία και άκουγαν μουσική
και ξεκουράστηκαν και ασκήθηκαν
και έκαναν τέχνη και έπαιξαν
και έμαθαν νέους τρόπους ύπαρξης
και σταμάτησαν
και άκουγαν βαθύτερα
κάποιος διαλογίστηκε
κάποιος προσευχήθηκε
κάποιος χόρεψε
κάποιος συνάντησε τη δική του σκιά
και οι άνθρωποι άρχισαν να σκέφτονται διαφορετικά
και οι άνθρωποι θεραπεύτηκαν.
Ακόμα και η γη άρχισε να θεραπεύεται
και όταν τελείωσε ο κίνδυνος
και οι άνθρωποι βρήκαν τον εαυτό τους
θρηνούσαν για τους νεκρούς
και έκαναν νέες επιλογές
και ονειρεύτηκαν νέα οράματα
και δημιούργησαν νέους τρόπους ζωής
και θεράπευσαν εντελώς τη γη
ακριβώς όπως θεραπεύτηκαν οι ίδιοι.

***

Από την Γιάννα το δικό της ποίημα, Έρωτες στον Χρόνο.

ΕΡΩΤΕΣ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ

Ο Έρωτας ζει πότε – πότε στις άκρες των δαχτύλων,
καθώς κρατάνε ή ξεφυλλίζουν ένα βαρύ βιβλίο
όπως αυτό της Πτητικής…
εγώ το κρατάω κι εσύ μου λες τα μαθημένα…
κι ύστερα κοιτάμε την ώρα πως περνάει γρήγορα ..
Αύριο ίσως προλάβουμε περισσότερα…
Ο Έρωτας ζει στην Σταυρούπολη
πάνω σ’ ένα σιδερένιο στρατιωτικό κρεβάτι
μ’ ένα παλιό πορτατίφ γραφείου κάτω στο πάτωμα
και δίπλα το τηλέφωνο των Διαβιβάσεων
έτοιμο να σπάσει ανά πάσα στιγμή την σιωπή της νύχτας
Ζει χωρίς υποσχέσεις για το αύριο
Ανασαίνει και ιδρώνει μόνο για το σήμερα..
Ο Έρωτας ζει στο βάζο με τα λουλούδια
που με καλημερίζει μπροστά απ το παράθυρο.
στον πρωϊνό καφέ μου, στο τελετουργικό,
καθώς αλείφω τις φρυγανιές με το βούτυρο
κοιτάζοντας μέσα απ την σίτα τον δρόμο
περιμένοντας να δω και ν’ ακούσω τα βήματά σου
στο πλακόστρωτο…
Ο Έρωτας ζει στο Διδυμότειχο
πάνω στο κάστρο, ανάμεσα στις μισογκρεμισμένες πολεμίστρες
εκεί που με μια ματιά σου όλα ξαναγεννιόντουσαν
και ζούσαν απ’ την αρχή….
ελπίζοντας στην αθανασία….
Ο Έρωτας ζει στο Σεϊτάνι,
ξαπλωμένος πάνω στ’ άσπρα βότσαλα
το κύμα αναποφάσιστο
μια τον τυλίγει, μια τον αφήνει
να λάμπει βρεγμένος κάτω απ’ τον δυνατό ήλιο
ένας Ερμής ξεχασμένος στο έρημο τοπίο
δίπλα στις θαλασσινές σπηλιές
που όταν γελάει ο ήλιος ζηλεύει
και κρύβεται πίσω απ’ τα σύννεφα….
Ο Έρωτας ζει στο καλοκαίρι
σ’ ένα χωνάκι παγωτό που λειώνει
και μοιράζονται δυο….
Ζει στο φυλάκιο στον Γοργοπόταμο
μετρώντας τα τραίνα να περνούν
βηματίζοντας πάνω κάτω στην γέφυρα
μαζεύοντας τα πακέτα με τα τσιγάρα
και τις παλιές διαβασμένες εφημερίδες
που πετούν οι επιβάτες…
μετρώντας ώρες, μέρες, εβδομάδες…
Ζει πίσω από μια πόρτα που κλείνει βιαστικά…
μέσα από δυο ανάσες που γίνονται μια
από ένα βλέμμα που επιμένει να δηλώνει παρών ”είμαι εδώ”
ενώ δεν μπορεί να είναι….
Ο Έρωτας εδώ και πολύ καιρό
ζει μόνο μέσα στις παλιές
ασπρόμαυρες, τσαλακωμένες φωτογραφίες..
Τα πρόσωπα από χρόνια
έχουν γίνει όλα αστρική σκόνη
στο στερέωμα τ’ ουρανού…
Όταν πέφτει η νύχτα
άλλο λάμπει περισσότερο,
άλλο λιγότερο κι άλλο μένει πάντα στα σκοτεινά,
ανάλογα με πόσο φως είχε μέσα του ο καθένας
και φώτιζε την ζωή του…..

***

Από την Φιλιά το ποίημα, Εν πτωχεύσει της Κικής Δημουλά.

Εν πτωχεύσει

Εἶμαι σχεδὸν χωρὶς ἐπάγγελμα τώρα.
Νεότερη
κατασκεύαζα κυρίως διαμαρτυρίες.
Ἀλλὰ καὶ μεταχειρισμένες καταστάσεις
μάζευα
ποὺ μεταποιοῦσα εὔκολα
σὲ πρωτοτυπίες καὶ παραφορές.
Στρωμένη δουλειά.
Εὐποροῦσα.
Τώρα ἐπιδίδομαι στὸ ἄσκοπο.
Ἴσα – ἴσα τὰ πρὸς τὸ ζεῖν:
ἐπιβαίνω τοῦ ἀνέργου χρόνου μου
κι ἐκτελῶ μικρὰ δρομολόγια
γιὰ λίγη ἀναδρομὴ
στὰ εὔκρατα τῆς νεότητός μου
ἐπαγγέλματα.

Κική Δημουλά (1931-2020)
Πολυβραβευμένη ποιήτρια της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.
Ευρωπαϊκό βραβείο Λογοτεχνίας (2009) και Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (2010)
Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές χώρες.

***

Από τον Σπύρο ποίημα της Martha Medeiros.

Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει το βήμα του,
όποιος δεν ρισκάρει να αλλάξει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει όποιος έχει την τηλεόραση για μέντορα του
Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο αντί του άσπρου και τα διαλυτικά σημεία στο “ι” αντί τη δίνη της συγκίνησης
αυτήν ακριβώς που δίνει την λάμψη στα μάτια,
που μετατρέπει ένα χασμουρητό σε χαμόγελο,
που κάνει την καρδιά να κτυπά στα λάθη και στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν “αναποδογυρίζει το τραπέζι” όταν δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν ρισκάρει τη σιγουριά του, για την αβεβαιότητα του να τρέξεις πίσω απο ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, έστω για μια φορά στη ζωή του, να ξεγλιστρήσει απ’ τις πάνσοφες συμβουλές. Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει το μεγαλείο μέσα του
Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν αφήνει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη κακή του τύχη ή για τη βροχή την ασταμάτητη
Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει την ιδέα του πριν καν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει ή δεν απαντά όταν τον ρωτάν για όσα ξέρει
Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντα πως για να ‘σαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό αυτό δεδομένο της αναπνοής. Μονάχα με μια φλογερή υπομονή θα κατακτήσουμε την θαυμάσια ευτυχία.

Το ποίημα είναι της άσημης -μέχρι τότε- Βραζιλιάνας δημοσιογράφου Martha Medeiros. Στην αρχή είχε αποδοθεί στον Χιλιανό ποιητή, Pablo Neruda.

***

Ο Στέλιος μας έστειλε το ποίημα, Το Ναυάγιο, του Μανόλη Αναγνωστάκη (1925-2005)

Το ναυάγιο

Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
Ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοί γλιτώσαν;)
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας
Γύρω γύρω απ’ τη μεγάλη πλατεία
Και στη μέση μια εκκλησιά
Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
Του καπετάνιου μας που χάθηκε —ψηλά ψηλά—
Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου
Θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι
Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα.
Θα ’χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίσουνε.
Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ’ εμάς.

***

Από την Ζωή το ποίημα της Κικής Δημουλάεκτός σχεδίου-.

Η ευτυχια.. Με περιμενε σε πραγματα αδυνατα να συμβουν… Εκει ακριβως που ειχα το νου. Μου
Κι αυτος ηταν λεει… ο λογος που. Την. Προσπερασα
Αλλοτε παλι. Επιμενει πως ηρθε εξω απο. Κατι ιστοριες στις οποιες εγω ειχα ηδη μπει μεσα.. Ειχε την διαθεση να πηδηξει απο το. Παραθυρο. Και να μπει.. Αλλα ηταν τοσο υπερηψωμενη η δυσπιστια μου που δεν τολμησε
Και με τι θρασος να εμφανιζεται στα ονειρα μου… Τωρα που. Παλευοντας καταφερα να μην την. Περιμενω.
Ερχεται και. Μου δινει συγχαρητηρια πως αυτο σκριβως… Οτι. Δεν εχω την αναγκη Της… Αυτο ειναι Ευτυχια

***

Από την Μοίρα το ποίημα, Έρωτας τάχα, της Μυρτιώτισσας.

Έρωτας τάχα

Έρωτας τάχα να ‘ν’ αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σαν βραδιάζει, τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να δω
παράθυρά σου;
Έρωτας να ‘ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω, μου το κλείνεις
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;
Έρωτας να ‘ναι ή συμφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει,
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;
Μα ό,τι και να ‘ναι, το ποθώ,
και καλώς να ‘ρθει το κακό
που είν’ από σένα·
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ’ αγαπημένα.

Η Μυρτιώτισσα ποιήτρια και μεταφράστρια γεννήθηκε το 1885 στην Κωνσταντινούπολη.
Αγαπήθηκε όσο λίγες γυναίκες στην εποχή της, τόσο για την ομορφιά της, όσο και για το πνεύμα και για τα ερωτικά της ποιήματα. Ερωτεύτηκε τον Λορέντζο Μαβίλη που όμως πέθανε κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Ήταν φίλη με τον Παλαμά που υπήρξε και καθοδηγητής της.
Πέθανε στην Αθήνα το 1968 σε ηλικία 87 ετών.

***

Η ΕΠ μας έστειλε το ποίημα, Τζακαράντες, του Τομάς Σεγκόβια (14+1 ποιήματα, Εκδόσεις Απόπειρα και Abanico, Μετάφραση Νίκος Πρατσίνης)
Για την Αντιγόνη, που της αρέσουν πολύ.

Τζακαράντες

Οι γλυκές τζακαράντες επιμένουν στο δικό τους
Όλα τα δέντρα είναι πράσινα ετούτες όμως όχι
Κανείς δεν τους βγάζει από το μυαλό
Πως υπάρχουν χίλιοι τρόποι για να είσαι δέντρο Χίλιοι τρόποι για να είσαι ο ίδιος
Με άλλον τρόπο
Πως μπορούν να είναι πράσινες όντας γαλάζιες
Να έχουν φύλλα αντί για άνθη
Να έχουν αντί για φυλλωσιά μια λάμψη όλο δροσιά
Να είναι ευτυχισμένες με τον τρόπο τους και ξέχωρα από άλλους
Πολύ σίγουρες πως ορθώς πράττουν
Πως μας αρέσει να είναι έτσι
Πως δεν είναι αυτό λόγος για να τις αγαπάμε πιο λίγο
Πως πάντα είχαμε την ανάγκη
Να υπάρχει κάτι άλλο.
18 Μαρτίου 2010
=========
Jacarandas
Las dulces jacarandas se quedan en lo suyo.
Todos son verdes y ellas no
Nadie les quitará de la cabeza
Que hay mil maneras de ser árbol
Mil maneras de ser lo mismo
De otra manera
Que se puede ser verde siendo azul
Tener flores por hojas
Tener por copa un fresco resplandor
Ser dichosas aparte y a su modo
Bien seguras están de que hacen bien
Que nos da gusto que así sean
Que no por eso las querremos menos
Que siempre nos ha sido necesario
Que haya otra cosa.
18 de marzo de 2010

Δεν ανήκω ούτε στη Ισπανία ούτε στο Μεξικό, σε καμιά ομάδα, γενιά, λογοτεχνικό ρεύμα ή κάτι ανάλογο. Αυτό δεν το έχω επιδιώξει, απλώς πιστεύω πως αυτή ήταν η βουλή της μοίρας μου, γιατί πάντα με θυμάμαι να πηγαίνω από τόπο σε τόπο, αλλάζοντας χώρες, ακόμη και περιοχές μέσα στις χώρες.
– Τομάς Σεγόβια

***

Από τον δτ το ποίημα, Ταξιδιώτη δρόμος δεν υπάρχει, του Antonio Machado (1875-1939). Μετάφραση και απόδοση: clandestine

Ταξιδιώτη, δρόμος δεν υπάρχει..

Ταξιδιώτη, τα βήματά σου
είναι ο δρόμος και τίποτ’ άλλο˙
Ταξιδιώτη, δρόμος δεν υπάρχει,
ο δρόμος δημιουργείται προχωρώντας.
Προχωρώντας δημιουργεί κανείς το δρόμο
και κοιτάζοντας προς τα πίσω
βλέπει το μονοπάτι που ποτέ
δε θα περπατήσει ξανά.
Ταξιδιώτη, δεν υπάρχει δρόμος
παρά μόνο κυματισμοί ενός πλοίου στη θάλασσα.
=======
Caminante, no hay camino.
Caminante, son tus huellas
el camino y nada más;
Caminante, no hay camino,
se hace camino al andar.
Al andar se hace el camino,
y al volver la vista atrás
se ve la senda que nunca
se ha de volver a pisar.
Caminante no hay camino
sino estelas en la mar.

Το ποίημα συμπλήρωσε με δικούς του στίχους και το συνέθεσε σε τραγούδι ο σπουδαίος Ισπανός τραγουδοποιός Joan Manuel Serrat.

***

Η Ευαγγελία μας έστειλε το ποίημα, Άσκηση Γραφής, του Ζακ Πρεβέρ.

ΑΣΚΗΣΗ ΓΡΑΦΗΣ

Δύο και δύο τέσσερα
τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι
Επαναλάβετε! λέει ο δάσκαλος
Δύο και δύο τέσσερα
τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι
Μα να που στον ουρανό
περνά μια καρδερίνα
το παιδί τη βλέπει
το παιδί την ακούει
το παιδί της φωνάζει
Σώσε με
παίξε μαζί μου
πουλί!
Τότε το πουλί κατεβαίνει
και παίζει με το παιδί
Δύο και δύο τέσσερα…
Επαναλάβετε! λέει ο δάσκαλος.
και το παιδί παίζει
το πουλί παίζει μαζί του…
Τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι
και δεκάξι και δεκάξι τι κάνουν;
Δεν κάνουν τίποτα δεκάξι και δεκάξι
και προπάντων όχι τριάντα δύο
όπως και να ’χει
και φεύγουν.
Και το παιδί έχει κρύψει το πουλί
μες στο θρανίο του
και όλα τα παιδιά
ακούνε το τραγούδι του
και όλα τα παιδιά
ακούνε τη μουσική
κι οχτώ κι οχτώ με τη σειρά τους φεύγουν
και τέσσερα και τέσσερα και δυο και δυο
με τη σειρά τους παίρνουν δρόμο
κι ένα κι ένα δεν κάνουν ούτε μια ούτε δυο
ένα προς ένα φεύγουν κι αυτά.
Και η καρδερίνα παίζει
και το παιδί τραγουδά
κι ο δάσκαλος φωνάζει :
Πότε θα τελειώσετε τα καραγκιοζιλίκια!
Μα όλα τ’ άλλα παιδιά
ακούνε τη μουσική
και οι τοίχοι της τάξης
σωριάζονται σιγά σιγά.
Και τα τζάμια ξαναγίνονται άμμος
το μελάνι ξαναγίνεται νερό
τα θρανία ξαναγίνονται δένδρα
η κιμωλία ξαναγίνεται ασβεστόλιθος
ο κονδυλοφόρος ξαναγίνεται πουλί.

(Μετάφραση σε ελεύθερη απόδοση Θάνου Αθανασίου)

***

Απο την Ελένη το ποίημα, Μπαλάντα των κυριών του παλιού καιρού, του Φρανσουά Βιγιόν (François Villon).

Πέστε μου πού, σε ποιο μέρος της γης,
είναι η Φλώρα , η ωραία από τη Ρώμη,
η Αλκιβιάδα , κι ύστερα η Θαΐς ,
η ξαδέλφη της με τη χρυσή κόμη;
Ηχώ απαλή, σκιά σε λίμνη, τρόμοι
των φύλλων, ροδοσύννεφα πρωινά,
η εμορφιά τους δεν έδυσεν ακόμη.
Μα πού ’ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;
Πού ’ναι η αγνή και φρόνιμη Ελοΐς ;
Γι’ αυτήν είχε τότε καλογερέψει
ο Πέτρος Αμπαγιάρ. Άλλος κανείς
όμοια στον έρωτα δε θα δουλέψει.
Κι η βασίλισσα που έκαμε τη σκέψη
κι έριξε στο Σηκουάνα, αληθινά,
το σοφό Μπουριντάν για να μουσκέψει;
Μα πού ’ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;
Η ρήγισσα Λευκή , ρόδον αυγής,
με τη φωνή της τη γλυκά ακουσμένη,
η Βέρθα , η Βεατρίκη , η Αρεμβουργίς
του Μαίν, η Σπαρτιάτισσα η Ελένη,
κι η καλή Ιωάννα από τη Λορραίνη ,
όλες ανοίξεως όνειρα τερπνά,
η ανάμνησή τους ζωηρή απομένει.
Μα πού ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;
Πρίγκιψ, αν τις αναζητείτε τώρα,
τάχα θα τις έβρετε πουθενά,
τάχα θα υπάρχουν σε καμιά χώρα;
Μα πού ’ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

μτφρ. Κ. Γ. Καρυωτάκης

Ο πρώτος “καταραμένος ποιητής” της ιστορίας, o πιο διάσημος και σημαντικός ποιητής του Μεσαίωνα, γεννήθηκε στο Παρίσι το 1431 ως Francois de Montcorbier ή des Loges από πολύ φτωχούς γονείς. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και την ανατροφή του ανέλαβε ο ιερέας Guillaume de Villon, ένας άνθρωπος αγαθός και με πολύ ψηλή μόρφωση. Από τον προστάτη του, που ‘τρεφε απέραντην αγάπη κι αφοσίωση, δανείστηκε το επώνυμο του. Στα 12, γράφεται στο Πανεπιστήμιο και το 1452 παίρνει πτυχίο ως Δάσκαλος Των Τεχνών. Έχοντας το δικαίωμα να εισαχθεί σ’ οποιαδήποτε ανώτερη πανεπιστημιακή σχολή, επιλέγει τη νομική, αλλά πολύ γρήγορα περνά στην όχθη της παρανομίας. Τα κεφάλαια της άσωτης ζωής του περιελάμβαναν κλοπές, ληστείες, προστασία γυναικών, φόνους και παρέα του ήταν τα “εκλεκτά” μέλη του παρισινού υποκόσμου. Η πρώτη έκδοση των ποιημάτων του έγινε το 1489 με γοτθικά τυπογραφικά στοιχεία και ξυλογραφίες. Αν και κυνηγημένος από το νόμο και τη τάξη, το ποιητικό έργο του κέρδισε την αποδοχή του κόσμου, αφού όταν ζούσε, τα χειρόγραφα του κυκλοφορούσαν σε πολλαπλά αντίγραφα.
Στα ελληνικά μεταφράστηκε από τον Καρυωτάκη, τον Βάρναλη και τον Σπύρο Σκιαδαρέση.

***

Από την Λίλυ το ποίημα, Η μπαλάντα του Αντρίκου, του Κώστα Βάρναλη (1884-1974).

Η μπαλάντα του Αντρίκου

Είχε την τέντα ξομπλιαστή η βάρκα του καμπούρη Αντρέα
Γειρμένος πλάι στην κουπαστή ονείρατα έβλεπεν ωραία
Η Κατερίνα, η Ζωή, τ’ Αντιγονάκι, η Ζηνοβία
Ω! τί χαρούμενη ζωή! Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία…!
Τα μεσημέρια τα ζεστά, τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα, για να τις πάει αργά, ανοιχτά όλες μαζί, τρελή παρέα.
Άξαφνα πέφταν στο νερό η κάθε μιά γδυτή γοργόνα, κι όλο γινόταν πιο μικρό
τ’ Αντρέα το μάτι, ίσα βελόνα.
Είναι μεγάλος ο Θεός, τ’ αχείλι το πικρό του λέει.
Πόσο μεγάλος κι αγαθός, και πλούσια τα χρυσά του ελέη!
Μα ’ρθε χειμώνας ο κακός και σκόρπισε η τρελή παρέα…
Κι εσένα βήχας μυστικός σ’ έριξε χάμου, μπαρμπ’-Αντρέα.
Κι αν φτύνεις αίμα στο γιαλό περνάει μπροστά σου η Ζηνοβία,
ένα τραγούδι σιγαλό στον καφενέ παίζ’ η ρομβία.
Πώς τα περνάς, σ’ αναρωτά, τα τόσα βάσανα της ζήσης;
Πάρε τα λίγ’ αυτά λεφτά να γιάνεις και να ξαναζήσεις…
Κι η βάρκα, μάνα γελαστή, από τη μια στην άλλη μπάντα,
σ’ αργοκουνάει στην κουμπαστή,
Καλό ταξίδι σου για πάντα…!

***

Από την Δήμητρα το ποίημα, Ξενύχτι, του Λι Τάι Πο, κινέζου ποιητή 701-762 μ.χ.

Ξενύχτι

Για να ξεπλυθούν οι παλιοί καημοί,
πρέπει ν’ αδειάσουμε χιλιάδες κούπες.
Οι όμορφες βραδιές είναι φτιαγμένες για εξομολόγηση.
Το λευκό φεγγάρι πρέπει να εμποδίσει τον ύπνο.
Θα ξαπλωθούμε μεθυσμένοι μέσα στ’ αδειανό βουνό,
ο ουρανός κι η γη στρωσίδι μας και μαξιλάρι.

***

Η Ελένη μας έστειλε το ποίημα, Nα κοιμάσαι, του Πωλ Ελυάρ.

Να κοιμάσαι

με τον ήλιο στο ένα μάτι και με το φεγγάρι στο άλλο
μ’ έναν έρωτα στο στόμα κι ένα ωραίο πουλί μέσ’ στα
μαλλιά
στολισμένη σαν τους κάμπους, σαν τα δάση, σαν τη θάλασσα
στολισμένη και πεντάμορφη σαν το γύρο του κόσμου.
Να φεύγεις και να χάνεσαι
μέσ’ απ’ τους κλώνους των καπνών και τους καρπούς του
ανέμου
πόδια πέτρινα με κάλτσες άμμου
γερά πιασμένη από του ποταμού τους μυώνες
και μιαν έγνοια, τη στερνή, στην καινούρια σου όψη επάνω.

(Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης | 1911-1996)

Suite
Dormir la lune dans un oeil et le soleil dans l’autre
Un amour dans la bouche un bel oiseau dans les cheveux
Parée comme les champs les bois les routes et la mer
Belle et parée comme le tour du monde
Puis à travers le paysage
Parmi les branches de fumée et tous les fruits du vent
Jambes de pierre aux bas de sable
Prise à la taille à tous les muscles de rivière
Et le dernier souci sur un visage transformé.

Ο Πωλ Ελυάρ (πραγματικό όνομα: Eugène Émile Paul Grindel), γεννήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου του 1895,στο Σαιν Ντενίς, βορεινό προάστιο του Παρισιού,όπου έζησε όπου τα πρώτα του χρόνια της ζωής του.Ο Πωλ Ελυάρ, μεγάλος επαναστάτης ποιητής, ο οποίος έζησε τη ζωή του με πάθος, ενώ έγραψε και αγωνίστηκε για την ελευθερία της σκέψης και των λαών,Ο ίδος στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμι εντάχθηκε στην αντίσταση ενώ οργανώθηκεκαι στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας σαν μάχιμος κομμουνιστής μέχρι την διαγραφή του.Ο Πωλ Ελυάρ,διεθνιστής στα πιστεύω του επισκέπτεται τον Γράμμο και εμπνευσμένος απο τον αγώνα των ανταρτών γράφει μία σειρά ποιημάτων,ενώ υποστήριξε την Μαροκινή Επανάσταση (ενάντια στους Ισπανούς ως κατακτητές) το 1925 και αργότερα κράτησε μία μαχητική θέση απέναντι στον φρανκισμό. Εκείνη την περίοδο ο επιστήθιος φίλος του είναι ο Πάμπλο Πικάσο. Ο ποιητής γράφει το ποίημα «Νίκη για τη Γκερνίκα” και ο ζωγράφος φιλοτεχνεί τον γνωστό πίνακα. Ο Ελυάρ ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στα καλλιτεχνικά ρεύματα του ντανταϊσμού και του υπερρεαλισμού,θεωρείται μέχρι σήμερα ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους ποιητές.

***

Από τον Φώτη το ποίημα, Ο Χρόνος είναι ψέμα, του Γιώργη Παυλόπουλου

Ο Χρόνος είναι ψέμα

Στο Βελιγράδι κάναμε το λάθος.
Βάλαμε τα ρολόγια μας
Μια ώρα μπροστά,
αντί μια ώρα πίσω.
Έτσι λοιπόν στη Βενετία
έδειχναν μεσάνυχτα
όταν το ρολόι του Αγίου Μάρκου
χτύπησε Δέκα.
Η φτωχική μας πανσιόν
έκλεινε στη Μία.
Τότε μας φάνηκε πως μας χαρίσανε
δύο ώρες ακόμη από την περιπλανώμενη ζωή μας.
Καθίσαμε στο “Φλοριάν”
και ήταν ωραία η νύχτα στην πλατεία
με τις ορχήστρες να παίζουν
και τα ζευγάρια να χορεύουν.
Δύο ώρες ακόμη. Ο Χρόνος είναι ψέμα.

***

Η Ρηνιώ μας έστειλε το ποίημα, Ακινδύνου, Ελπιδοφόρου, Ανεμποδίστου, του Οδυσσέα Ελύτη, 1991.

Τώρα, στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει
Εγώ αποβλέπω· σ’ έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό
Με Κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια. Θα ’ναι νύχτα και Αύγουστος
Τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Και τα βουνά ελαφρά
Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω απ’ τη γραμμή του ορίζοντα
Οσμές εδώ ή εκεί καμένου χόρτου. Και μια λύπη άγνωστης γενεάς
Που από ψηλά
κάνει ρυάκι πάνω στην αποκοιμισμένη θάλασσα
Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει
Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ
Κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω. Λέω: κείνο το πράσινο κόρης οφθαλμού που πρωτοεισέρχεται στον έρωτα και τ’ άλλο το χρυσό, που όπου κι αν το τοποθετείς ιουλίζει.
Τραβάτε τα κουπιά οι στα σκληρά εθισμένοι. Να με πάτε κει που οι άλλοι παν
Δε γίνεται. Δεν εγεννήθηκα ν’ ανήκω πουθενά
Τιμαριώτης τ’ ουρανού κει πάλι ζητώ ν’ αποκατασταθώ
Στα δίκαιά μου. Το λέει κι ο αέρας
Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος
Αχ ομορφιά συ θα με παραδώσεις καθώς ο Ιούδας
Θα ’ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες πού και πού θ’ ακούγονται και
Με το λίγο της ψυχής μου κυανό η Όξω Πέτρα μέσ’ από τη μαυρίλα
Θ’ αρχίσει ν’ αναδύεται. Μικρές θεές, προαιώνια νέες
Φρύγισσες ή Λυδές με στεφάνι ασημί και με πρασινωπά πτερύγια γύρω μου άδοντας θα συναχτούν
Τότε που και του καθενός τα βάσανα θα εξαργυρώνονται
Χρώματα βότσαλου πικρού: τόσα
Με περόνες πόνου όλες σου οι αγάπες: τόσα
Του βράχου η τύρφη και του άφραχτου ύπνου σου η φρικαλέα ραγισματιά: δυο φορές τόσα
Ώσπου κάποτε, ο βυθός μ’ όλο του το πλαγκτόν κατάφωτο
Θ’ αναστραφεί πάνω από το κεφάλι μου. Κι άλλα ως τότε ανεκμυστήρευτα
Σαν μέσ’ από τη σάρκα μου ιδωμένα θα φανερωθούν
Ιχθείς του αιθέρος, αίγες με το λιγνό κορμί κατακυμάτων
κωδωνοκρουσίες του Μυροβλήτη
Ενώ μακριά στο βάθος θα γυρίζει ακόμα η γη με μια βάρκα μαύρη
κι άδεια χαμένη στα πελάγη της.

***

Από την ΓΚ το ποίημά της, Περνούν τα χρόνια κι η καρδιά μας.

Περνουν τα χρονια κι η καρδια μας
ειναι σαν ενα λουλουδι που κλεινει τα πεταλα του σιγα σιγα ….
Μεγαλωνουμε και ο χρονος στεκεται απειλητικα τωρα εμπρος μας …
λιγοστευουν οι μερες, λιγοστευουν οι φιλοι μας, λιγοστευουν οι δικοι μας ανθρωποι ….
αλλα κι οσοι μας εχουν απομεινει ειναι κι αυτοι κλεισμενοι στις δικες τους σκεψεις , στις δικες τους ανησυχιες …
μιλαμε αλλα πλεον αορατοι τοιχοι εχουν μπει αναμεσα μας
ακουμε μηχανικα χωρις να νοιωθουμε τον αλλον
μοιραζομαστε τα προβληματα αλλα οχι τις μυχιες σκεψεις μας, οχι τα θελω μας …
Σε ποιον ν ανοιξεις την καρδια σου, ποιον να εμπιστευτεις, ποιος ταχα θα φανει ανταξιος της επιλογης σου ..
οσο μεγαλωνουμε δεν διακινδυνευουμε ……
Το λουλουδι χαρηκε τον ηλιο, χαρηκε το τραγουδι των πουλιων
τα ηλιοβασιλεματα και τις ανατολες
αυτους που το χαζευαν, ”α…τι ομορφο που ειναι !!”
και τωρα σιγα σιγα κλεινει τα πεταλα του….
ολα φαινεται οτι τοχουν κουρασει
αποζητα πιο πολυ την γαληνη,την ησυχια και την ασφαλεια της μητερας γης
εκει οπου ειναι οι αναμνησεις του, εκει απ οπου ξεκινησε ..
Ομως αλλα λουλουδια θα ξεπεταχτουν απ το ιδιο φυτο,
ηδη εχουν σκασει τα φυλλαρακια τους
ειναι σχεδον ετοιμα να λαμψουν με τα χρωματα τους
στο πρωινο φως
Οι ακτινες του ηλιου θα τα χαιδεψουν
ο κοσμος θα περασει και θα τα θαυμασει κι αυτα
”α….δειτε τι ομορφα που ειναι !! ”
αλλα θα κοπουν πριν την ωρα τους κι αλλα θα μεγαλωσουν και θα ευδοκιμησουν …
Η ζωη θα συνεχιζεται παντα με νεα ανθη
κι αυτο ειναι το σωστο ……

***

Από τον Σταμάτη το ποίημα, Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα, της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, 2005.

Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.

***

Ο ΦΠ μας έστειλε το ποίημα, Δεν χρειάζεται καράβι να ναυαγήσεις…, του Αργύρη Χιόνη.

Ω ναι, ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις,
πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουνε πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους,
μες στη βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους,
σ’ ένα κουπάκι του καφέ, σ’ ένα κουτάλι του γλυκού…
Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά πού κοιμούνται,
ας είναι γλυκός κι ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει

Αργύρης Χιόνης, «Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη» | Υάκινθος, 1986

***

Ο Πέτρος και η Στέλλα μας έστειλαν το ποίημα στείλουν ένα ποίημα, Η πληγωμένη άνοιξη, του Μίλτου Σαχτούρη που νομίζουν ότι ταιριάζει με την ατμόσφαιρα της δεύτερης κατά σειρά άνοιξης που διανύουμε.

Η πληγωμένη άνοιξη

Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα το αίμα
απ΄ όλες τις σημαίες που πονέσανε
από τα κυπαρίσσια που σφάχτηκαν
για να χτιστεί ένας πύργος κατακόκκινος
μ΄ ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά ΄ρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά ΄ρχεται ένα ξίφος
το σύννεφο θ΄ ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της

***

Από την Κατερίνα Θανοπούλου το ποίημά της, το γιασεμί των υδάτων.

Το γιασεμί των υδάτων

Έτσι,
όπως ξημέρωνε ζωγραφίζοντας χρώματα
ανάμεσα στα μαύρα σύννεφα
πάνω στις άκρες του κύματος
αφήσαμε τα χρόνια
Υπομένοντας
τους πόνους όλων εκείνων των στιγμών
που ζήσαμε
περπατώντας
σε λεωφόρους και σοκάκια
Πάνω στις άκρες του κύματος
γλείφοντας
με τα μικρά δάκτυλα των ποδιών
τους αφρούς
αφήσαμε
τα δάκρυα του έρωτα
Περιμένοντας
-ακόμα και μές στο νερό-
να μυρίσει το θυμάρι
των παιδικών μας χρόνων
Με κείνη την απίστευτη ορμή
του θράσους
της νιότης
Αφήσαμε μια μια
τις ρυτίδες
κάθε χεριού που χαϊδέψαμε
Χαιρετώντας όλους εκείνους
που μας συντρόφεψαν
Εκεί,
που βημάτιζε ο ήλιος
στο νερό,
γραμμές της ώχρας έρχονταν
ώς τους μηρούς
που χάνονταν αργά
Πάνω στο κύμα
φιλήσαμε ένα ένα
τα άνθη που μας χάρισαν
τα δέντρα που φυτέψαμε
Περιμένοντας
-ακόμα και μες στο νερό-
πότε θα γεμίσει
γαλάζιο η θάλασσα

Η Κατερίνα Θανοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα από πατέρα Αρκά και μητέρα Κρητικιά, είναι μαθηματικός ειδικής εκπαίδευσης με μεταπτυχιακές σπουδές σε διάφορους τομείς (Ειδική Εκπαίδευση, Διαπολιτισμική και Εξ Αποστάσεως).
Συμμετείχε στην συλλογική έκδοση “Το Θέατρο και οι τεχνικές του ως μοχλός ανάπτυξης του εκπαιδευτικού”, καθώς και σε επιμέλειες και εικονογραφήσεις βιβλίων. Ανέπτυξε δράση σε τομείς του πολιτισμού, του θεάτρου, της εκπαίδευσης και της αυτοδιοίκησης, όπου και διατέλεσε Αντιπεριφερειάρχης Κοινωνικής Πολιτικής Αττικής (2014 – 2016).
Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές με τιτλους Λαβύρινθος Μνήμη (2015, εκδ. Άπαρσις ) και Άπνοια Μνήμη (2018, εκδ. Άπαρσις ), που βρίσκονται στην 2η έκδοσή τους.
Συμμετείχε στις ανθολογίες ποιημάτων “Όταν σου λέω ποίηση να βγαίνεις”, εκδόσεις Όταν, 2019 και “20 Σύγχρονοι Έλληνες Ποιητές”, εκδόσεις Δρόμων, 2019.
Το ποίημα είναι από την υπό έκδοση συλλογή της Ζώσα μνήμη.